φακιρικός

φακιρικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φακίρη (βλ. λ.) : Φακιρική επίδειξη.
2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φακιρικά ταχυδαχτυλουργίες, κόλπα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φακιρικός — ή, ό, Ν [φακίρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φακίρη («φακιρικά τεχνάσματα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”